Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
raised in air: Ar. and P. μετέωρος, Ar. and V. μετάρσιος; see high.
high-minded: P. μεγαλόψυχος, μεγαλόφρων.