inaccessible
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ἄβατος, P. δύσβατος, δυσπρόσοδος, δυσπρόσβατος.
not to be invaded: P. δυσείσβολος.
Of persons: P. δυσπρόσοδος, V. δυσπρόσιτος, ἄπλατος, ἀπροσήγορος, δυσπρόσοιστος.
be inaccessible, v.: P. ἀπροσοίστως ἔχειν; see unapproachable.