Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
P. ἀπερισκέπτως, ἀσκέπτως, ἀλογίστως, P. and V. ἀφροντίστως (Xen.).
unwarily: P. ἀφυλάκτως (Xen.).
boldly: P. τολμηρῶς, θαρσαλέως; see boldly.