scornful
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. σεμνός, ὑψηλός, P. ὀλίγωρος, ὑπερήφανος, μεγαλόφρων, ὑπεροπτικός, V. ὑπέρφρων, ὑπέρκοπος, ὑψηλόφρων, ὑψήγορος, σεμνόστομος, Ar. and V. γαῦρος.
scornful of: P. ὑπεροπτικός (gen.), ὀλίγωρος (gen.).