Τύχων

From LSJ
Revision as of 14:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τύχων Medium diacritics: Τύχων Low diacritics: Τύχων Capitals: ΤΥΧΩΝ
Transliteration A: Týchōn Transliteration B: Tychōn Transliteration C: Tychon Beta Code: *tu/xwn

English (LSJ)

[ῠ], ωνος, ὁ, (τύχη) a name of Hermes, Inscr.Magn.203 (iii B. C.), Hsch., Theognost.Can.33; of Priapus, D.S.4.6 (   A v.l. Τυφῶνα) ; [Πρίαπος] ἔοικε… Τύχωνι Str.13.1.12; defined as δαίμων περὶ τὴν Ἀφροδίτην, Choerob. in Theod.1.274 H.; he is the giver of small gifts to mortals, AP9.334 (Pers.), cf. Apolloph.1 D.    2 name of the deified lance of Alexander of Pherae, Plu.Pel.29.

Greek (Liddell-Scott)

Τύχων: [ῠ], ωνος, ὁ, (τύχη) ὁ θεὸς τῆς τύχης, ὡς Τύχη, ἡ θεά, Στράβ. 588, ὅστις φαίνεται ὅτι σχετίζει αὐτὸν πρὸς τὸν Πρίαπον, οὐδὲ γὰρ Ἡσίοδος οἶδε Πρίαπον, ἀλλ’ ἔοικε τοῖς Ἀττικοῖς Ὀρθάνῃ καὶ κονισάλῳ καὶ Τύχωνι καὶ τοῖς τοιούτοις Διόδ. 4. 6· ὅθεν τινὲς παράγουσι τὴν λέξιν ἐκ τοῦ τεύχω, ὁ ποιῶν, δημιουργῶν, πρβλ. Wessel. ἐν τόπῳ.· - ἀλλ’ ἕτεροι σχετίζουσιν αὐτὴν πρὸς τὸν Ἑρμῆν, Κλήμ. Ἀλεξ. 80. Παρά τε τῷ Διοδώρῳ καὶ τῷ Κλήμεντι τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι Τύφωνα.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
1. προσωνυμία του Ερμού
2. προσωνυμία του Πριάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυχ- του τυ-γ-χάνω + επίθημα -ων (πρβλ. Σόλων)].

Russian (Dvoretsky)

Τύχων: ωνος (ῠ) ὁ Тихон (бог случая, судьбы и счастья) Anth.