αἰσχροεπής
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ές, A foul-mouthed, prob. in Ael.Fr.80.
Spanish (DGE)
-ές
mal hablado, dicho groseramente subst. τὸ αἰ. el lenguaje grosero ref. a Arquíloco εἴ τις αὐτοῦ τὸ αἰ. καὶ τὸ κακόρρημον ἀφέλοι Ael.Fr.80.
Greek Monolingual
αἰσχροεπής (-οῡς), -ές (Α)
ο αισχρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρός + -επὴς < ἔπος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αισχροέπεια].