αἰσχροεπής
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
αἰσχροεπές, foul-mouthed, prob. in Ael.Fr.80.
Spanish (DGE)
-ές
mal hablado, dicho groseramente subst. τὸ αἰ. el lenguaje grosero ref. a Arquíloco εἴ τις αὐτοῦ τὸ αἰ. καὶ τὸ κακόρρημον ἀφέλοι Ael.Fr.80.
Greek Monolingual
αἰσχροεπής (-οῦς), -ές (Α)
ο αισχρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρός + -επὴς < ἔπος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αισχροέπεια].
Translations
foul-mouthed
Arabic: بَذِيء اللِّسَان; Catalan: malparlat, renegaire, llenguallarg; Danish: grov i munden; English: bawdy, foulmouth, foulmouthed, foul-mouthed, foul-spoken, gutter mouth, guttermouth, obscene, pottymouthed, potty-mouthed, scurrilous, smutty; Finnish: rääväsuinen; French: mal embouché; German: unflätig, mit Schimpfwörtern um sich werfend; Greek: αθυρόστομος, αισχρολόγος, βωμολόχος, χυδαιολόγος, βρωμόστομος; Ancient Greek: αἰσχεόμυθος, αἰσχεορήμων, αἰσχεόφημος, αἰσχροεπής, αἰσχρολόγος, αἰσχρορρήμων, αἰσχρόστομος, βρωμολόγος, κακοστόματος, κακόστομος, κακόφημος, μιαρόγλωσσος, στόμαργος; Italian: sboccato, scurrile; Latin: maledicax; Norwegian Bokmål: rappkjeftet; Polish: niewyparzony; Portuguese: desbocado; Scots: roch; Spanish: malhablado, desbocado, deslenguado, lenguaraz; Tagalog: palamura; Westrobothnian: fulmönt