αἰτιολογέω
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
A inquire into causes, reason, account for, ὑπὲρ τῶν μετεώρων Epicur.Ep.1p.31U., cf. Diocl.Fr.112, Plot.6.7.3, Plu.2.689b; τὸ ζητούμενον Aenesid. ap. S.E.P.1.181, cf. Demetr.Lac.1012.68:— Pass., ἐκ τοῦ συνδέσμου ᾐτιολογημένον ἐστίν the conjunction indicates that the cause resides in .., A.D.Conj.235.9.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτιολογέω: ἐρευνῶ, ἀναζητῶ τὸ αἴτιον πράγματός τινος, εὑρίσκω καὶ ἐκθέτω αὐτό, ἐξηγῶ, δικαιολογῶ τι, Πλούτ. 2. 689Β· τὸ ζητούμενον, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 181: ὡσαύτως ὡς ἀποθ. αἰτιολογέομαι, Ἀπολλ. περὶ Συνδ. 507.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rechercher, expliquer les causes.
Étymologie: αἰτία, λόγος.
Spanish (DGE)
indagar la causa, explicar τὸ μὲν αἰτιολογεῖν δυσχερές entre los historiadores, Plb.12.25i.9, cf. Diocl.Fr.176, Hero Def.135.12, Plot.6.7.3, Plu.2.689b, τὸ ζητούμενον Aenesidamus en S.E.P.1.181, cf. Demetr.Lac.Herc.1012.65.1, en v. pas. ἐκ τοῦ συνδέσμου ᾐτιολογημένον ἐστίν ... a partir de la conjunción es posible saber que la causa está en ... A.D.Coni.235.9.
Russian (Dvoretsky)
αἰτιολογέω: исследовать с причинной точки зрения, сводить к причинам (τι Plut., Sext., Diog. L.).