βλέπησις
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
εως, ἡ, A look, glance, Ar.Fr.757; πρὸς βλέπησιν by eye, βάπτειν PHolm.16.33.
German (Pape)
[Seite 448] ἡ, das Sehen, Blicken, Ar., Poll. 2, 56.
Greek (Liddell-Scott)
βλέπησις: -εως, ἡ, βλέμμα, ματιά, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 597.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
mirada Ar.Fr.945, πρὸς βλέπησιν a la vista, PHolm.100.
Russian (Dvoretsky)
βλέπησις: εως ἡ Arph. = βλέμμα.