βουλήεις

Revision as of 15:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εσσα, εν,    A of good counsel, sage, Sol.33.1.

German (Pape)

[Seite 457] ἀνήρ, wohlberathen, klug, Solon bei Plut. Sol. 14.

Greek (Liddell-Scott)

βουλήεις: εσσα, εν, ὁ ἔχων καλὴν γνώμην, συνετός, Σόλων 25. 1.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
de bon conseil, sage.
Étymologie: βουλή.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν sensato, ἀνήρ Sol.23.1.

Greek Monolingual

βουλήεις, -εσσα, -εν (Α) βουλή
αυτός που έχει ορθή κρίση, ο συνετός.

Greek Monotonic

βουλήεις: -εσσα, -εν (βουλή), αυτός που έχει σωστή γνώμη, συνετός, σε Σόλωνα.

Russian (Dvoretsky)

βουλήεις: ήεσσα, ῆεν способный давать разумные советы, разумный, рассудительный (ἀνήρ Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουλήεις -εσσα -εν βουλή welberaden.

Middle Liddell

βουλή
of good counsel, Solon.