βουλήεις
English (LSJ)
εσσα, εν, A of good counsel, sage, Sol.33.1.
German (Pape)
[Seite 457] ἀνήρ, wohlberathen, klug, Solon bei Plut. Sol. 14.
Greek (Liddell-Scott)
βουλήεις: εσσα, εν, ὁ ἔχων καλὴν γνώμην, συνετός, Σόλων 25. 1.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
de bon conseil, sage.
Étymologie: βουλή.
Spanish (DGE)
Greek Monolingual
βουλήεις, -εσσα, -εν (Α) βουλή
αυτός που έχει ορθή κρίση, ο συνετός.
Greek Monotonic
βουλήεις: -εσσα, -εν (βουλή), αυτός που έχει σωστή γνώμη, συνετός, σε Σόλωνα.
Russian (Dvoretsky)
βουλήεις: ήεσσα, ῆεν способный давать разумные советы, разумный, рассудительный (ἀνήρ Plut.).