unapproachable
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ἄβατος, P. δυσπρόσοδος, V. ἄπλατος; see inaccessible.
Of a person: V. ἄπλατος, ἀπροσήγορος, δυσπρόσοιστος, δυσπρόσιτος, P. δυσπρόσοδος, P. and V. ἄμικτος.