γενέτειρα

From LSJ
Revision as of 17:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενέτειρα Medium diacritics: γενέτειρα Low diacritics: γενέτειρα Capitals: ΓΕΝΕΤΕΙΡΑ
Transliteration A: genéteira Transliteration B: geneteira Transliteration C: geneteira Beta Code: gene/teira

English (LSJ)

fem. of γενετήρ,    A mother, Pi.N.7.2, CIG4132 (Galatia); late Prose, τροφὸς πάντων καὶ γ. ἡ γῆ Artem.1.79; ἀλήθεια γ. Plot.5.8.4.    II daughter, Euph.84.4.

German (Pape)

[Seite 482] ἡ, Erzeugerin, Pind. N. 7, 2 u. sp. D. Bei Euphor. frg. 47 die Erzeugte, die Tochter.

Greek (Liddell-Scott)

γενέτειρα: θηλ. τοῦ γενετήρ, μήτηρ, Πίνδ. Ν. 7. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 4132, 4735· πρβλ, γένεσις VIII. II. θυγάτηρ, Εὐφορ. 47, ἴδε Meineke σ. 112.

English (Slater)

γενέτειρα f. adj.
   1 birthgiver c. gen. Ἐλείθυια γενέτειρα τέκνων (N. 7.2)

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. γενετείρη Euph.20.4; γενέταιρα Gonnoi 169, 170, 171 (todas II a.C.)
1 epít. de diosas y personif. que favorece el nacimiento, creadora de Ilitía γ. τέκνων Pi.N.7.2, de Afrodita IAphrodisias 54.1 (I d.C.), de Ártemis Gonnoi 168 (III a.C.), ll.cc., Νύξ θεῶν γ. Orph.H.3.1, cf. 29.6, τροφὸς πάντων καὶ γ. ἡ γῆ Artem.1.79, cf. Philostr.Im.1.10.3
madre, progenitora, GVI 786.7 (Galacia II/ III d.C.)
fig. ἀλήθεια δὲ αὐτοῖς (θεοῖς) γ. καὶ τροφός Plot.5.8.4, en un acertijo (γλῶσσα) γ. τοῦ εἶναι c. ref. al Nilo, Horap.1.21.
2 hija Ἀσώπου γ. de Nemea, Euph.l.c., cf. γενέτης I 4.

Greek Monolingual

η (AM γενέτειρα)
(θηλ. του γενετήρ) η μητέρα
νεοελλ.
η ιδιαίτερη πατρίδα κάποιου
αρχ.
1. δημιουργόςἀλήθεια γενέτειρα», Πλωτ.)
2. η θυγατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενε-τειρα < γενε-τερ-
από τη δισύλλαβη μορφή γενε- (< γεν∂-) της ρ. γεν- του γίγνομαι].

Russian (Dvoretsky)

γενέτειρα: ἡ родительница, мать Pind.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γενέτειρα -ας, ἡ [~ γενετήρ moeder.