γροσφομάχος

From LSJ
Revision as of 17:29, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γροσφομάχος Medium diacritics: γροσφομάχος Low diacritics: γροσφομάχος Capitals: ΓΡΟΣΦΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: grosphomáchos Transliteration B: grosphomachos Transliteration C: grosfomachos Beta Code: grosfoma/xos

English (LSJ)

ον,    A fighting with the γρόσφος, οἱ γ., = Lat. velites, Plb.1.33.9, 6.21.7.

German (Pape)

[Seite 507] mit dem γρόσφος kämpfend, Pol. 1, 33, 9. 6, 21, 7.

Greek (Liddell-Scott)

γροσφομάχος: -ον, ὁ μετὰ γρόσφου μαχόμενος, οἱ Γρ. , οἱ παρὰ Ρωμαίοις Velites, Πολύβ. 1. 33, 9. , 6. 21, 7· πρβλ. γροσφοφόρος.

Greek Monolingual

γροσφομάχος, -ον (Α)
Ρωμαίος στρατιώτης που πολεμάει με τον γρόσφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γρόσφος + -μάχος < μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

γροσφομάχος: ὁ (лат. veles) копейщик, легковооруженный солдат Polyb.