γωνιακός
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
English (LSJ)
ή, όν, A angular, of, in or at angles, συμβολαί Procl. in Euc.p.129F.; κόσμοι Id.in Ti.1.454D.; ὀδούς Sch.Ar.Pl.1059. Adv. -κῶς, γ. καὶ ἐπιπέδως Procl.in Ti.2.217D.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 angular συμβολαί Procl.in Euc.129.7, κόσμοι Procl.in Ti.1.454.21
•γ. ὀδούς molar Sch.Ar.Pl.1059.
2 adv. -κῶς en forma de ángulo ἔχει πλευρὰς ... γ. καὶ ἐπιπέδως Procl.in Ti.2.217.21.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που βρίσκεται στη γωνία.