δαπάνησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, A consuming, devouring, Aristeas 146.
German (Pape)
[Seite 522] ἡ, das Aufwenden, Aufwand, Arist. bei Euseb. praep. ev. 372 c.
Greek (Liddell-Scott)
δαπάνησις: -εως, ἡ, δαπάνη, ἔξοδον, Εὐσ. Ε. Π. 372C.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 acción de consumir τὴν τροφὴν ἔχοντα δαπάνησιν τῶν προειρημένων ἡμέρων (πτηνῶν) que se alimentan devorando las (aves) domésticas mencionadas Aristeas 146
•consunción ῥοιάς ἐστι τῆς ἐγκανθίου σαρκὸς δ. ᾗ τὸ δάκρυον ἀπορρεῖ Gal.19.437.
2 cuenta de gastos κράτησον τὴν ἐπιστολὴν εἰς δαπάνησίν σου Stud.Pal.20.125.3 (V d.C.) en ZPE 76.1989.112.
Greek Monolingual
δαπάνησις, η (AM δαπανώ
το να δαπανηθεί ή να καταναλωθεί κάτι.
Russian (Dvoretsky)
δᾰπάνησις: εως ἡ расходование, издержки Arst.