δίφορος

From LSJ
Revision as of 17:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐφορος Medium diacritics: δίφορος Low diacritics: δίφορος Capitals: ΔΙΦΟΡΟΣ
Transliteration A: díphoros Transliteration B: diphoros Transliteration C: diforos Beta Code: di/foros

English (LSJ)

ον,    A bearing fruit twice in the year, Ar. Ec.708, Pherecr.97, Antiph.198, Thphr.HP1.14.1.    2 bearing two kinds of fruit, Ph.2.369.    II metaph., paying twice over, of Ephorus, Hsch.

German (Pape)

[Seite 645] zweimal Frucht bringend; συκῆ Ar. Eccl. 708; Antiphan. Ath . III, 77 d; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

δίφορος: -ον, καρποφορῶν δὶς τοῦ ἔτους, Λατ. biferus, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 708, Φερεκρ. Κραπ. 11, Ἀντιφ. Σκληρ. 1, πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 541.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
1 bífero, que produce fruto dos veces al año συκῆ Ar.Ec.708, Antiph.196, cf. Pherecr.103, Thphr.HP 1.14.1, CP 5.1.6, μῆλα PCair.Zen.33.13 (III a.C.), τὸν ἀμπελῶνα μὴ κατασπείρειν δίφορον Ph.2.369.
2 que paga dos veces juego de palabras sobre el n. de Ἔφορος Plu.2.839a, Hsch.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίφορος, -ον)
1. (για φυτά) αυτός που καρποφορεί δύο φορές τον χρόνο, δίκαρπος
νεοελλ.
1. (για καρπούς) αυτός που προέρχεται από τη δεύτερη καρποφορία του δέντρου
2. (για τους μεταξοσκώληκες) εκείνος που αναπαράγεται δύο φορές τον χρόνο
αρχ.
1. όποιος έχει δύο ειδών καρπούς
2. εκείνος που καταβάλλει δύο φορές μισθό.

Russian (Dvoretsky)

δίφορος: дважды в год приносящий плоды (συκῆ Arph.).