δακτυλίσκος
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ὁ, Dim. of A δάκτυλος 11, IG7.3073.115 (Lebad.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ dedito dim. de δάκτυλος como medida de longitud χάλασμα ποιῶν ἐν τῇ ὑποτομῇ ... μὴ πλέον δακτυλίσκου IG 7.3073.115 (Lebadea II a.C.).