δασυπώγων
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
ωνος, ὁ, ἡ, A shaggy-bearded, Ar.Th.33.
German (Pape)
[Seite 524] ωνος , mit dichtem Bart, Ar. Th. 33; Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσυπώγων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πυκνότριχα γενειάδα, Ἀριστοφ. Θεσμ. 33.
Spanish (DGE)
(δᾰσῠπώγων) -ωνος
de barba poblada ποῖος οὗτος Ἀγάθων; ... μῶν ὁ δ.; Ar.Th.33, Ἰδομενεύς Io.Mal.Chron.M.97.192B, Tz.Alleg.Il.p.42, como rasgo de pers. violenta o colérica, Polem.Phgn.70 (p.427).
Greek Monolingual
ο (AM δασυπώγων)
ο δασυγένειος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. δασυπώνων
γένος δίπτερων εντόμων
2. γένος σχοινοειδών φυτών.
Russian (Dvoretsky)
δᾰσῠπώγων: ωνος adj. с густой бородой Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δασυπώγων -ωνος [δασύς, πώγων] met dikke baard.