δεινοκάθεκτος

From LSJ
Revision as of 17:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεινοκάθεκτος Medium diacritics: δεινοκάθεκτος Low diacritics: δεινοκάθεκτος Capitals: ΔΕΙΝΟΚΑΘΕΚΤΟΣ
Transliteration A: deinokáthektos Transliteration B: deinokathektos Transliteration C: deinokathektos Beta Code: deinoka/qektos

English (LSJ)

ον,    A hard to be repressed, Orph.H.10.6.

German (Pape)

[Seite 538] schwer zusammenzuhalten, Orph. H. 9, 6.

Greek (Liddell-Scott)

δεινοκάθεκτος: ον ὃν δυσκόλως τις δύναται νὰ καθησυχάσῃ ἢ κατάσχῃ, δυσκάθεκτος, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 6.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
difícil de reprimir, incontenible Φύσις Orph.H.10.6.

Greek Monolingual

δεινοκάθεκτος, ο (Α)
εκείνος τον οποίο πολύ δύσκολα μπορεί να συγκρατήσει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + καθεκτός < κατέχω (πρβλ. ακάθεκτος].