διάπυκνος
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ον, A v.l. for διάκοιλος in Dsc.4.114.
Greek (Liddell-Scott)
διάπυκνος: -ον, πολὺ πυκνός, Διοσκ. 4, 115.
Spanish (DGE)
-ον
muy compacto, muy densodel tallo de una planta, Dsc.4.114 (cód.).