διανάπαυσις
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
εως, ἡ, A resting at intervals, Arist.Spir.485a20, Diocl.Fr.142.
German (Pape)
[Seite 591] ἡ, das Zwischenausruhen, Arist. spir. 8.
Greek (Liddell-Scott)
διανάπαυσις: -εως, ἡ, ἡ ἐκ διαλειμμάτων ἀνάπαυσις, Ἀριστ. Πνεύμ. 8, 4.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
interrupción, descanso, pausa Arist.Spir.485a20, D.P.Au.1.1, Gal.6.197, 9.145, S.E.M.11.155, c. gen. τῆς πορείας Diocl.Fr.142.
Russian (Dvoretsky)
διανάπαυσις: εως ἡ периодический отдых Arst.