διαύγιον

From LSJ
Revision as of 19:08, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαύγιον Medium diacritics: διαύγιον Low diacritics: διαύγιον Capitals: ΔΙΑΥΓΙΟΝ
Transliteration A: diaúgion Transliteration B: diaugion Transliteration C: diaygion Beta Code: diau/gion

English (LSJ)

τό,    A vent, HeroSpir.1.18, al.; peephole, Procl.Hyp.3.16.

German (Pape)

[Seite 609] τό, eine kleine Oeffnung (διαύγεια), Hero.

Greek (Liddell-Scott)

διαύγιον: τό, =διαύγεια ΙΙ. Ἥρων Πνευμ. σ. 163,172, κτλ.

Spanish (DGE)

-ου, τό
respiradero, agujero δ. ἔστω ... ἐν τῷ κύτει τοῦ ῥυτοῦ Hero Spir.1.18, cf. 1.9, 35, 2.1, 13, 19, 28, Procl.Hyp.3.16.

Greek Monolingual

διαύγιον, το (Α)
1. υποκορ. του διαύγεια, μικρή τρύπα, φεγγίτης
2. (ειδ.) τρύπα σε οχύρωμα κατάλληλη για κατόπτευση (Πρόκλ., Υποτύπωσις Αστρολογικών θέσεων).