διφθέρωμα
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ατος, τό, A = διφθέρα, Thd.Is.8.1.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
piel para escribir, pergamino Thd.Is.8.1, dud. en PSI 953.49 (VI d.C.) en BL 9.318 (pero v. διφθέριον).