δουλωτικός
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
ή, όν, A pertaining to service, πρᾶγμα Plu.Nob.2.
Spanish (DGE)
-ή, -όν servil, propio de esclavo πρᾶγμα Plu.Nob.2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δουλωτικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
υπάκουος
αρχ.-μσν.
εξυπηρετικός.