δρακοντόμαλλος

Revision as of 19:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A with snaky locks, Γοργόνες A.Pr.799.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾰκοντόμαλλος: -ον, ὁ ἔχων κόμην ὀφιοειδῆ, Γοργόνες Αἰσχύλ. Πρ. 799.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
hérissé de serpents.
Étymologie: δράκων, μαλλός.

Spanish (DGE)

(δρᾰκοντόμαλλος) -ον de cabellos de serpiente Γοργόνες A.Pr.799.

Greek Monolingual

δρακοντόμαλλος, -ον (Α)
ο δρακοντόκομος.

Greek Monotonic

δρᾰκοντόμαλλος: -ον, αυτός που έχει φιδίσιους βοστρύχους, μαλλιά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δρακοντόμαλλος: змеекудрый (Γοργόνες Aesch.).

Middle Liddell

δρᾰκοντό-μαλλος, ον adj
with snaky locks, Aesch.

English (Woodhouse)

with snaky hair