εἰσθλίβω

Revision as of 20:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῑ], prob.    A f.l. for ἐκθλ- in Plu.2.688b, Them.Or.14.197a.

German (Pape)

[Seite 743] hineinquetschen, drücken, Plut. Symp. 6, 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσθλίβω: ῑ, θλίβω, πιέζω ἐντός, εὑρισκόμενον ἐν δυσὶ χωρίοις, (Πλούτ. 2. 688Β, Θεμιστ. Λόγ. 15. σ. 197Α), ἐν οἷς τὸ ἐκθλίβω φαίνεται κάλλιον ἁρμόζον εἰς τὴν ἔννοιαν: οὕτω καὶ ἡ λέξις ἔκθλιψις φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφὴ ἐν Matthaei Med. σ. 58.

French (Bailly abrégé)

part. prés. Pass. εἰσθλιβομένον;
faire entrer en pressant, enfoncer en écrasant.
Étymologie: εἰς, θλίβω.

Spanish (DGE)

aplastar ἀθεμίτου φύλου ... λείψανον Them.Or.15.197a.

Greek Monolingual

εἰσθλίβω (Α)
πιέζω κάποιον ανάμεσα σε δύο σημεία.

Russian (Dvoretsky)

εἰσθλίβω: (ῑ) вдавливать, втискивать Plut.