εἰσαγωγός
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ὁ, A = εἰσαγωγεύς I, CIG2932 (Tralles). II epith. of Hermes, watching over imports, Ath.Mitt.37.216 (Samos, ii/i B.C.). III conduit, PTeb.86.4 (ii B.C.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσαγωγός: ὁ, = εἰσαγωγεύς, Συλλ. Ἐπιγρ. 2932.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
I 1isagogo, introductor solemne de los concursantes en certámenes agon., gener. un niño o efebo εἰ. τῶν [ἱερ] ῶν εἰσελαστικῶν εἰς τὴν οἰκουμένην [Πυ] θίων ITralleis 143.4 (II d.C.), τὸν ἰσαγωγὸν τῶν μεγάλων Ὀλυμπίων [τ] ῆς ξβʹ μετὰ τὴν ἀνανέωσιν ὀλυμπιάδος ITralleis 133.6 (II d.C.), cf. 141.13 (II/III d.C.), τῶν μεγάλων Ἐφεσήων IEphesos 1152 (imper.).
2 Isagogo epít. de Hermes en Samos como patrón del colegio de importadores (cf. εἰσαγωγεύς 3) Ath.Mitt.37.1912.216.16 (II/I a.C.).
3 canal, conducto de entrada de agua, a cielo abierto, gener. de pequeño tamaño PTeb.86.4 (II a.C.), BGU 699.4, POxy.918.11.17 (ambos II d.C.).
II adj. introductor αἱ παραινέσεις ... εἰσαγωγοὶ εἰς εὐσέβειαν Basil.M.29.376A, ἀρεταί Diad.Perf.41, cf. 60.
Greek Monolingual
ο (Α εἰσαγωγός)
ο εισαγωγέας
αρχ.
1. επίθ. του Ερμή επειδή προστάτευε τις εισαγωγές
2. σωλήνας.