εὐπεριαίρετος

From LSJ
Revision as of 20:43, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπεριαίρετος Medium diacritics: εὐπεριαίρετος Low diacritics: ευπεριαίρετος Capitals: ΕΥΠΕΡΙΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: euperiaíretos Transliteration B: euperiairetos Transliteration C: efperiairetos Beta Code: eu)periai/retos

English (LSJ)

ον,    A easily stripped off, φλοιός Thphr.HP5.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπεριαίρετος: -ον, εὐκόλως ἀφαιρούμενος, τότε γὰρ εὐπεριαίρετος ὁ φλοιὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1· πρβλ. δυσπεριαίρετος αὐτόθι.

Greek Monolingual

εὐπεριαίρετος, -ον (Α)
(για φλοιό) αυτός που αφαιρείται γύρω γύρω εύκολα, που ξεφλουδίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-αιρετός (< περι-αιρώ)].