εὔμαχος

Revision as of 20:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A easy to fight against, assailable, Max.Tyr.26.2 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1079] wohl, tapfer känpseud, Max. Tyr. 26, 2.

Greek (Liddell-Scott)

εὔμαχος: -ον, ᾧ εὐκόλως μάχεταί τις, εὐπολέμητος, Μάξιμ. Τύρ. 26. 2.

Greek Monolingual

εὔμαχος, -ον (Α)
αυτός εναντίον του οποίου μάχεται κάποιος με ευκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αγχέ-μαχος, ιππό-μαχος κ.ά.].