εὔμαχος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
εὔμαχον, easy to fight against, assailable, Max.Tyr.26.2 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1079] wohl, tapfer känpseud, Max. Tyr. 26, 2.
Greek (Liddell-Scott)
εὔμαχος: -ον, ᾧ εὐκόλως μάχεταί τις, εὐπολέμητος, Μάξιμ. Τύρ. 26. 2.
Greek Monolingual
εὔμαχος, -ον (Α)
αυτός εναντίον του οποίου μάχεται κάποιος με ευκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αγχέμαχος, ιππόμαχος κ.ά.].