εὔσειστος
From LSJ
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
English (LSJ)
ον, A liable to earthquakes, Str.10.1.9.
German (Pape)
[Seite 1097] leicht zu erschüttern, bes. den Erderschütterungen ausgesetzt, Strab. X p. 447 n. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
εὔσειστος: -ον, εἰς σεισμοὺς ὑποκείμενος, Στράβ. 447.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔσειστος, -ον)
1. αυτός που σείεται ή μπορεί εύκολα να σειστεί
2. (για περιοχές) σεισμοπαθής, με συχνές σεισμικές δονήσεις
μσν.
ευκίνητος, εύστροφος.