καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Full diacritics: ζευκτικός | Medium diacritics: ζευκτικός | Low diacritics: ζευκτικός | Capitals: ΖΕΥΚΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: zeuktikós | Transliteration B: zeuktikos | Transliteration C: zefktikos | Beta Code: zeuktiko/s |
ή, όν,= εὐναῖος, of Aphrodite, Sch.Opp.H.4.156; A = ζευκτήριος, ἡνίαι Gloss.
ζευκτικός, -ή, -όν (Α) ζευκτός
1. (το θηλ. ως επίθ. της Αφροδίτης) αυτή που ενώνει στο κρεβάτι τον άντρα με τη γυναίκα
2. φρ. «ζευκτικαὶ ἡνίαι» — η ζευκτηρία, τα ζευγόλουρα.