θέλυμνα

From LSJ
Revision as of 21:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέλυμνα Medium diacritics: θέλυμνα Low diacritics: θέλυμνα Capitals: ΘΕΛΥΜΝΑ
Transliteration A: thélymna Transliteration B: thelymna Transliteration C: thelymna Beta Code: qe/lumna

English (LSJ)

ων, τά,= θέμεθλα,    A foundations or elements of things, θ. τε καὶ στερεωπά cj. for θελημνά, θελημά, Emp.21.6. (Cf. προθέλυμνος, τετραθέλυμνος.)

Greek (Liddell-Scott)

θέλυμνα: -ων, τά, = θέμεθλα, τὰ θεμέλια ἢ στοιχεῖα τῶν πραγμάτων, τὰ semina rerum τοῦ Λουκρητίου, Ἐμπεδ. 73, 139 Sturz· πρβλ. τὸ Ὁμηρ. προθέλυμνος, τετραθέλυμνος· ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ὁ Karsten ἀναγινώσκει ἐθελυμνά, ἐν δὲ τῷ δευτέρῳ ἐθελημά.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
fondements des choses.
Étymologie: R. Θε, poser ; cf. τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

θέλυμνα: τά (лат. semina rerum Lucr.) основания, первоначала Emped.