θαμβητός
From LSJ
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
English (LSJ)
ή, όν, A astonishing, Lyc.552, Maiist.1.
Greek (Liddell-Scott)
θαμβητός: -ή, -όν, προξενῶν θάμβος, ἐκπληκτικός, Λυκόφρ. 552.
Greek Monolingual
θαμβητός, -ή, -όν (Α) θαμβώ
εκπληκτικός, καταπληκτικός.