θοινατήριον
From LSJ
English (LSJ)
τό, A = θοίνη, E.Rh.515.
Greek (Liddell-Scott)
θοινᾱτήριον: τό, = θοίνη, Εὐρ. ἐν Ρήσ. 515.
Greek Monolingual
θοινατήριον, τὸ (Α) θοινατήρ
θοίνη, ευτυχία, συμπόσιο («στήσω πετεινοῑς γυψί θοινατήριον», Ευρ.).
Greek Monotonic
θοινᾱτήριον: τό, = θοίνη, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θοινᾱτήριον: τό Eur. = θοίναμα.
Middle Liddell
θοινᾱτήριον, ου, τό, = θοίνη, Eur.] [from θοινάω