θᾶσσον

From LSJ
Revision as of 21:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾶσσον Medium diacritics: θᾶσσον Low diacritics: θάσσον Capitals: ΘΑΣΣΟΝ
Transliteration A: thâsson Transliteration B: thasson Transliteration C: thasson Beta Code: qa=sson

English (LSJ)

Att. θᾶττον,    A v. ταχύς. θάσσουσα· σπεύδουσα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

θᾶσσον: Ἀττ. θᾶττον, ἴδε ἐν λ. ταχύς.

English (Slater)

θᾱσσον
   a swiftly θᾶσσον ἔντυεν (P. 4.181)
   b comp. adv., swifter καὶ ἀγάνορος ἵππου θᾶσσον καὶ ναὸς ὑποπτέρου (O. 9.24)

Greek Monolingual

θάσσον και νεώτ. αττ. τ. θαττον (Α)
(επίρρ. συγκρ. του ταχέως) ταχύτερα (συν. στη φρ. «θᾶττον ἤ βράδιον» — γρήγορα ή αργά, κάποτε, οπωσδήποτε).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταχύς.

Greek Monotonic

θᾶσσον: Αττ. θᾶττον, ουδ. αντί θάσσων, ως επίρρ.

Russian (Dvoretsky)

θᾶσσον: атт. θᾶττον compar. n к ταχύς.