καλαθοποιός
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
όν, A making baskets, A.D.Adv.189.7.
German (Pape)
[Seite 1306] korbmachend, Apoll. Dysc. in B. A. 602.
Greek Monolingual
ο
αυτός που κατασκευάζει καλάθια ή άλλα πλεκτά είδη από κλάδους ιτιάς ή λυγαριάς, ή από καλάμι ή χόρτο.