καλλιαστράγαλος
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
[ᾰγ], ον, A with fine ankle, Arist.HA499b22.
German (Pape)
[Seite 1309] mit schönen Knöcheln, Arist. H. A. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιαστράγαλος: -ον, ἔχων καλούς, κομψοὺς ἀστραγάλους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 33.
Greek Monolingual
καλλιαστράγαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κομψούς αστραγάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + αστράγαλος].
Russian (Dvoretsky)
καλλιαστράγᾰλος: имеющий красивые лодыжки (ὁ Ἰνδικὸς ὄνος Arst.).