καπνέλαιον
From LSJ
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
English (LSJ)
τό, A oily resin from trees, Gal.13.626, Alex.Trall.3.2. II = καπνιστὸν ἔλαιον, Edict.Diocl.Delph.
German (Pape)
[Seite 1323] τό, Rauchöl, ein von selbst ausfließendes Harz, Galen.