καταλυτήριον
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
τό, A = κατάλυμα, Poll.1.73.
German (Pape)
[Seite 1361] τό, = κατάλυμα, Poll. 1, 73.
Greek (Liddell-Scott)
καταλῠτήριον: τό,= κατάλυμα, Πολυδ. Α´, 73.
Greek Monolingual
καταλυτήριον, τὸ (Α) καταλυτήρ
κατάλυμα.