καταπάλμενος

From LSJ
Revision as of 23:02, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπάλμενος Medium diacritics: καταπάλμενος Low diacritics: καταπάλμενος Capitals: ΚΑΤΑΠΑΛΜΕΝΟΣ
Transliteration A: katapálmenos Transliteration B: katapalmenos Transliteration C: katapalmenos Beta Code: katapa/lmenos

English (LSJ)

καταπηδήσας, Hsch.; of a waterfall, AP9.326 cod. (Leon.): nisi leg. κατεπ-,    A v. κατεφάλλομαι.

Greek Monolingual

καταπάλμενος, ὁ (Α)
1. (ποιητ. τ.) (για καταρράκτη) αυτός που πηδά ή χύνεται προς τα κάτω
2. (κατά τον Ησύχ.) «καταπάλμενος
καταπηδήσας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί κατεφάλμενος < κατεφάλλομαι].