κατηγορουμένως

From LSJ
Revision as of 08:48, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηγορουμένως Medium diacritics: κατηγορουμένως Low diacritics: κατηγορουμένως Capitals: ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΣ
Transliteration A: katēgorouménōs Transliteration B: katēgoroumenōs Transliteration C: katigoroumenos Beta Code: kathgoroume/nws

English (LSJ)

   A v. κατηγορέω 111.2.

Greek Monolingual

κατηγορουμένως (Α)
επίρρ. κατηγορηματικά, απερίφραστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. κατηγορούμενος του ρ. κατηγοροῦμαι].