κεδρελάτη
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, A Syrian cedar, Juniperus excelsa, Plin.HN13.53, 24.17.
German (Pape)
[Seite 1411] ἡ, die Cedertanne, Diosc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κεδρελάτη: ἡ, κέδρος μεγάλη ὁμοία πρὸς ἐλάτην, Πλίν. 13. 11, 24. 11.
Greek Monolingual
κεδρελάτη, ἡ (Α)
το φυτό συριακή κέδρος, που μοιάζει με το έλατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + ἐλάτη «έλατο»].