κνηκοσυμμιγής
From LSJ
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
ές, Dor. κνᾱκ-, A mixed with κνῆκος, Philox.3.19.
Greek (Liddell-Scott)
κνηκοσυμμιγής: -ές, μεμιγμένος μετὰ κνήκου, Φιλόξεν. 3. 20.
Greek Monolingual
κνηκοσυμμιγής, -ές (Α)
ο αναμεμιγμένος με κνήκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + συμ-μιγής.