Full diacritics: κουρευτής | Medium diacritics: κουρευτής | Low diacritics: κουρευτής | Capitals: ΚΟΥΡΕΥΤΗΣ |
Transliteration A: koureutḗs | Transliteration B: koureutēs | Transliteration C: koureftis | Beta Code: koureuth/s |
οῦ, ὁ, A barber, Gloss.
κουρευτής: -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ., Ψευδο-Χρυσόστ. τ. 8, 787Α.
ο (ΑM κουρευτής, -οῡ, Α θηλ. κουρεύτρια) κουρεύς
αυτός που κόβει τα μαλλιά ανθρώπων ή κουρεύει το τρίχωμα ζώων.