κυρτοβόλος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ὁ, (κύρτος) A fisherman, -βόλων συνεργασία, Μους. Σμυρν.1873/5.65 (Smyrna).
Greek Monolingual
κυρτοβόλος, ὁ (Α)
ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δικτυ-βόλος, δισκο-βόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργητική σημ.].