λαΐνεος
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
α, ον, A = λάϊνος, Il.22.154, E.Ph.115 (lyr.), Theoc.23.58.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱΐνεος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Ἰλ. Χ. 154, Εὐρ. Φοίν. 115, Θεόκρ. 23. 58.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. λάϊνος.
Greek Monolingual
λαΐνεος, -α, -ον (Α)
βλ. λάινος.
Greek Monotonic
λᾱΐνεος: -α, -ον, = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λᾱΐνεος: (ῐ) Hom., Eur., Theocr. = λάϊνος.