λυτρώσιμος
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
English (LSJ)
η, ον, A redeemable, Suid. s.v. λύματα, Phot. s.v. λύσιμα.
Greek (Liddell-Scott)
λυτρώσιμος: -ον, ὃν δύναται νὰ λυτρώσῃ τις, Φώτ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
λυτρώσιμος, -ίμη, -ον (Α) λυτρώνω
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να λυτρώσει.