μαιεία

From LSJ
Revision as of 11:23, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαιεία Medium diacritics: μαιεία Low diacritics: μαιεία Capitals: ΜΑΙΕΙΑ
Transliteration A: maieía Transliteration B: maieia Transliteration C: maieia Beta Code: maiei/a

English (LSJ)

ἡ,    A business of a midwife, Pl.Tht.150d, 210c, cf. Procl. in Alc.Praef.

Greek (Liddell-Scott)

μαιεία: ἡ, τὸ ἔργον τῆς μαίας, Πλάτ. Θεαίτ. 150D, 210C.

Greek Monolingual

μαιεία, ἡ (Α) μαιεύομαι
το έργο της μαίας, η μαίευση, το ξεγέννημα.

Russian (Dvoretsky)

μαιεία: ἡ повивальное искусство Plat.