μεγαλογραφία
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ἡ, A painting on a large scale, Vitr.7.4.4.
German (Pape)
[Seite 106] ἡ, Malerei großer Gegenstände, Sp., Vitruv. 7, 4.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλογρᾰφία: ἡ, τὸ ζωγραφεῖν μεγάλα πράγματα, Βιτρούβ. 7, 4.
Greek Monolingual
μεγαλογραφία, ἡ (Α) μεγαλογράφος
το να ζωγραφίζει κάποιος έχοντας μεγάλη κλίμακα θεμάτων.